- πυλοῦχος
- πῠλ-οῦχος, ὁ,A beam supporting gates, J.AJ3.6.2 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυλούχος — και πυλάοχος, ον, Α 1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία τού Διονύσου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῡχος δοκός που υποβαστάζει πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
πυλούχοις — πυλοῦχος beam supporting gates masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
πυλάοχος — ον, Α βλ. πυλοῡχος … Dictionary of Greek